- ἐρεθίσαν
- ἐρεθίζωrouse to angeraor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακούρδιστος — ακούρδιστος, η, ο και ακούρντιστος, η, ο 1. (για μουσικά όργανα), εκείνος που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες αρμονικά: Το πιάνο είναι ακούρδιστο, γι αυτό δεν αποδίνει. 2. (για ρολόγια), εκείνος που δεν έχει συσπειρωμένο το ελατήριο: Το ρολόι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)